ἀδιαλύτου

ἀδιαλύτου
ἀδιάλυτος
undissolved
masc/fem/neut gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • неразлоучьныи — (22) пр. 1.Неразлучный, неотделимый: пребываста прочеѥ въ себе не тѣ||лъмь тъкмо нъ и больми паче д҃шама неразлѹчна. (ἀδιαίρετοι) ЖФСт XII, 96 об.–97; Неразлѹчно ѿ Б҃а малженомъ житиѥ творѧщю сп҃сѹ нашемѹ Б҃ѹ г҃ѹ. премѹдрости ѹчить насъ.… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • неразпоустьныи — (1*) пр. Нерасторжимый: о распущеньи брака. вины ради. мужа. или жены. Нераспустнагѡ женитвою. о г(с)дѣ совкуплению примѣшени˫а. зижителѧ и сдѣтелѧ всѣхъ. (ἀδιαλύτου) МПр XIV, 173 об. Ср. разпѹстьныи …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • διαλυτότητα — Όρος με τον οποίο, σύμφωνα με έναν ορισμό γενικού χαρακτήρα ο οποίος ισχύει για όλα τα δυνατά διαλύματα, καθορίζεται η μέγιστη ποσότητα ενός σώματος που μπορεί να διαλυθεί σε μία συγκεκριμένη ποσότητα διαλύτη, σε ορισμένη θερμοκρασία. Με αυτό τον …   Dictionary of Greek

  • μυριστικός — ή, ὁ (ΑΜ μυριστικός, ή, όν, Μ ουδ. και μεριστικόν) [μυρίζω] 1. αυτός που αναδίδει μύρο, άρωμα, αρωματικός, ευωδιαστός, μυρωδάτος («καλείς εις το μυριστικό πανηγύρι», Σολωμ.) 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα μυριστικά αρωματώδη φυτικά προϊόντα,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”